Η ηχητική ονοματοποιία στα νέα ελληνικά περιλαμβάνει πολλά λήμματα, αρκετά από αυτά προέρχονται από το ζωικό βασίλειο: Από το νιάου της γάτας έχουμε το νιαούρισμα και το νιαουρίζω, αντίστοιχα από το γαβ του σκύλου το γάβγισμα και το γαβγίζω, το κράξιμο και το κράζω από τον κόρακα, ο οποίος κόρακας, κόραξ στην καθαρεύουσα, προέρχεται από την ηχομιμητική ινδοευρωπαϊκή ρίζα ker/kor, και την κατάληξη -αξ που ήταν συνηθισμένη στην αρχαία ελληνική. Η κουκουβάγια, ο κούκος το τζιτζίκι, το ζουζούνι, ο κόκορας, το κακάρισμα, το βέλασμα, το μουγκρητό το μουγκρίζω είναι μερικά από τα πιο συνηθισμένα
γλώσσας. Από τον ήχο βαρ- που άκουγαν οι Έλληνες από τους ομιλούντες αλλόφωνα (άλλη φωνή εκτός της ελληνικής) προήλθε η λέξη βάρβαρος. Σύμφωνα πάντως με τον Κακριδή: «Στους αρχαίους Έλληνες βάρβαρος αρχικά σημαίνει κάθε λαό αλλόγλωσσο, χωρίς καμιά μειωτική απόχρωση. Και κάθε άνθρωπος, που δεν έχει για μητρική του γλώσσα τα ελληνικά, είναι βάρβαρος, άσχετα με την πνευματική του και ψυχική του καλλιέργεια.
Η αλλαγή στη σημασία της με υποτιμητικό της νόημα επήλθε σταδιακά μετά τα συγκλονιστικά συμβάντα του Πελοποννησιακού πολέμου και των αμέσως επόμενων δεκαετιών. Oι κύριες αιτίες της αλλαγής ήταν η προσάρτηση των ελληνικών πόλεων της Mικράς Aσίας στο περσικό κράτος το 378 π.X. και το διαρκώς αυξανόμενο βάρος της περσικής διπλωματίας. Όταν ο Φίλιππος της Mακεδονίας υπέταξε την Eλλάδα και άρχισε να εξοπλίζεται για να πολεμήσει τους Πέρσες, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της ελληνικής ηθικής και πολέμιος του κόσμου των βαρβάρων. Eκείνη την εποχή εθεωρείτο αυτονόητο ότι ο μη "Έλλην" εχθρός έπρεπε αναγκαστικά να είναι βάρβαρος, ο οποίος όχι μόνο μιλούσε μία ακατανόητη γλώσσα, αλλά επιπλέον ήταν απολίτιστος και δίχως παιδεία. H λέξη βάρβαρος πήρε τη σημασία που διατηρεί στις μέρες μας κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες του 4ου αι. π.X.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου