Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

Από πού και γιατί - χαρμολύπη, κλαυσίγελος

   Με ακόμα  δύο ελληνικές λέξεις που δε μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες θα ασχοληθούμε σήμερα.  Όταν λέμε ότι μια λέξη δεν μεταφράζεται, εννοούμε συνήθως ότι δεν αποδίδεται μονολεκτικά και το κυριότερο ότι δεν μπορεί να μεταφερθεί στην άλλη γλώσσα το συναισθηματικό φορτίο ή ο κόσμος των συνειρμών που γεννά το άκουσμά της. Οι Αρχαίοι και οι Βυζαντινοί μας κληροδότησαν τους εντυπωσιακούς όρους  «χαρμολύπη» και «κλαυσίγελος».

    Η βυζαντινής προέλευσης «χαρμολύπη» από τη χάρμη: χαρά, επιτυχία, ευτυχία + λύπη περιγράφει τα ανάμεικτο συναισθήματα χαράς και λύπης (ξενιτευτήκαμε με αισθήματα χαρμολύπης, χαράς με την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος και λύπης που αφήναμε τον τόπο μας και τους δικούς μας). Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που την έχουν βιώσει ακόμη και σε κηδείες ή γάμους με τα συναισθήματα να χτυπάνε μαύρο ή άσπρο αντίστοιχα

     Ο αρχαίας προέλευσης  «κλαυσίγελος» από το κλαύσις: κλάμα + γέλως θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να είναι η εξωτερίκευση της χαρμολύπης, όμως συνηθέστερα στο γραπτό λόγο χρησιμοποιείται κυρίως,  για να εκφράσει σαρκαστική αποδοκιμασία στις γελοίες δικαιολογίες με τις οποίες οι ανεύθυνοι - υπεύθυνοι μιας καταστροφής, προσπαθούν να βγάλουν την ουρά τους απ' έξω. 

Το ότι η χαρμολύπη μας επισκέπτεται σε αρκετές φάσεις της ζωής μας και ενίοτε εκφράζεται με κλαυσίγελο είναι κάτι που έχει απασχολήσει επαρκώς τον κλάδο της ψυχολογίας. Έρευνες βασισμένες σε καταγραφές και αναλύσεις βιωμάτων,  δείχνουν πως υπάρχει μια λογική εξήγηση μέσα σε όλο αυτό. Όλα γίνονται επειδή ο κλαυσίγελος είναι ένας  μηχανισμός άμυνας που αναπτύσσουμε στιγμιαία ώστε να μπορέσουμε να διαχειριστούμε και να αντέξουμε μια δεδομένη συναισθηματική κατάσταση.  Ο Ολλανδός φιλόσοφος Baruch Spinoza (1632-1677) θεωρούσε πως  η χαρά και η λύπη συνυπάρχουν πάντα στο ανθρώπινο συναίσθημα.
   Το ανθρώπινο πνεύμα προσπαθεί να αποφύγει τη λύπη αυξάνοντας όσο περισσότερο μπορεί τη χαρά και προσπαθεί να συγκρατήσει τη χαρά σε όσο το δυνατόν υψηλότερα επίπεδα μειώνοντας τη λύπη. Ακόμη και η πιο ευχάριστη στιγμή περιέχει ψήγματα λύπης και μόνο από την επίγνωση της προσωρινότητας. Και η πιο δυσάρεστη στιγμή περιέχει ψήγματα χαράς, γιατί γνωρίζουμε ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει η ανακούφιση από τον πόνο που προκάλεσε.

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Από πού και γιατί - κυνικά καύματα

 Λόγω της επίδρασης του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον κατά την πρόσφατη γεωλογική περίοδο, ο όρος οικολογική κρίση χρησιμοποιείται συχνά για περιβαλλοντικά προβλήματα που προκαλούνται από τον ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως: η κλιματική αλλαγή οι καύσωνες, η απώλεια βιοποικιλότητας και η ρύπανση από τα πλαστικά. Αυτά τα τέσσερα έχουν φτάσει να γίνουν σημαντικές προκλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα.

Οι καύσωνες όμως, την καλοκαιρινή περίοδο υπήρχαν  από την αρχαιότητα. Αυτές οι μέρες ονομάζονταν  «κυνικά καύματα». Με το χαρακτηρισμό αυτόν εννοούσαν εκείνη την περίοδο όπου ανέτειλε ο Σείριος μαζί με τον Ήλιο. Στην κλασική αρχαιότητα, δεν έλεγαν «καύσων», έλεγαν «καύμα».   Ο Κικέρων και ο Βιργίλιος συνέδεαν τον Σείριο με την καλοκαιρινή ζέστη, και θεωρούσαν πως είναι η αιτία της λύσσας των σκύλων. Ο Σείριος θεωρείται υπεύθυνος για τα λεγόμενα «κυνικά καύματα», δηλαδή τα εγκαύματα που προκαλεί ο Ήλιος σε όσους εκτίθενται αλόγιστα στις ακτίνες του. Στην αρχαιότητα, το χρονικό διάστημα μετά την 21η Ιουλίου αναφέρεται και σαν «κυνάδες ημέρες». Πήραν το όνομα τους από τον μύθο όπου ο Ωρίωνας, γιος του Ποσειδώνα και της Γης, πήγε να βιάσει την θεά Άρτεμη κι η θεά τον τιμώρησε,   στέλνοντας εναντίον του έναν σκορπιό που τον τσίμπησε, στη φτέρνα. Κι έγιναν αστερισμοί ο σκορπιός, ο Ωρίων και ο σκύλος του, ο Μέγας Κύων, (όπου ανήκει ο Σείριος, το λαμπρότερο αστέρι της νύχτας). Σχεδόν όλοι οι  συγγραφείς της αρχαιότητας συμφωνούσαν ότι η Ανατολή του Σειρίου φέρνει  μαζί με τα καύματα κακοτυχία, αρρώστιες, δυσκολίες, δυστυχία και υψηλό πυρετό στους ανθρώπους. Χαρακτηριστικά, ο ποιητής Αλκαίος έγραψε: «Δροσίστε τα πνευμόνια σας με κρασί, γιατί το αστέρι του Κυνός, ο Σείριος έρχεται τριγύρω. Η εποχή είναι δύσκολη και όλα διψούν κάτω από τη ζέστη και το τζιτζίκι τραγουδάει γλυκά κάτω από τα φύλλα…οι γυναίκες τότε είναι αρκετά μιαρές και οι άνδρες αδύναμοι, όσο ο Σείριος τσουρουφλίζει τα κεφάλια τους και τα γόνατά τους»

Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Από πού και γιατί - Δαίμων Ευδαιμονία.

 Η λέξη δαίμονας, ή δαίμων που συναντάμε στη θρησκεία, τον αποκρυφισμό, τη λογοτεχνία, τη μυθοπλασία, τη μυθολογία και τη λαογραφία, με την επικράτηση του Χριστιανισμού  ταυτίστηκε με το κακοποιό πνεύμα, με τον διάβολο, τον σατανά( satana στα εβραϊκά: ο αντίπαλος). Ο καλός άγγελος γίνεται κακό δαιμόνιο. Οι δαίμονες, πλέον, είναι τα κακά πνεύματα. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι λέξεις: δαιμόνιος, δαιμονισμένος, δαιμονόπληκτος, δαιμονιστής, δαιμονολατρία, πανδαιμόνιο Στη θρησκευτική κουλτούρα ο δαίμων λειτουργεί ως εμπόδιο μεταξύ του θείου και του ανθρώπινου, στην ελληνική φιλοσοφία λειτουργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ του ανθρώπου και του θείου.

  Στους αρχαίους χρόνους  ο «δαίμων» αποτελούσε εκδήλωση του θείου. Αν και συνυπήρχε με τη λέξη Θεός, εντούτοις, ο δαίμων αναφερόταν στην απρόσωπη και απροσδιόριστη δύναμη, ενώ ο θεός στην ανθρωπόμορφη θεϊκή οντότητα. Η έννοια του δαίμονος ισοδυναμούσε με την Μοίρα, την Ειμαρμένη. Ήδη ο Ηράκλειτος, ο μεγάλος Εφέσιος σοφός που έζησε γύρω στο 500 π.Χ., είχε πει ότι  ήθος ανθρώπω δαίμων, «δαίμων για τον άνθρωπο δεν είναι παρά ο χαρακτήρας του» Η λέξη δαιμόνιον σήμαινε τη θεία δύναμη, το θείο και απαντάται στον Σωκράτη ο οποίος, όπως αναφέρει ο Πλάτωνας, το ορίζει ως «το εν αυτώ οικούν πνεύμα». Ο δαίμων ετυμολογείται από το ρήμα δαίω που σημαίνει διαιρώ, μοιράζω Από την ίδια ρίζα παράγεται κι η λέξη ευδαιμονία, η ευτυχία που έχει κάποιος που έχει την εύνοια του δαίμονα.

Σύμφωνα με τουςαρχαίους η ευδαιμονία ήταν στόχος του ανθρώπου

Ο Δημόκριτος αναφερόμενος στην ευδαιμονία έλεγε: «Η ευδαιμονία δεν βρίσκεται ούτε στα κοπάδια, ούτε στο χρυσάφι, μα στη ψυχή που είναι κατοικία του Θεού». Ο Λυσίας στον «Επιτάφιο τοις Κορινθίων βοηθοίς» αναφέρει : «ο τε δαίμων ο την ημετέραν μοίραν ειληχὼς απαραίτητος» δηλαδή ο Θεός, που πήρε τη μοίρα μας στα χέρια του, δεν μας αφήνει με τίποτεΟ δε Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια γράφει ότι η ευδαιμονία αποτελεί το ύψιστο αγαθό στη ζωή μας και ότι, ως εκ τούτου, εν ονόματι αυτής οφείλουμε τελικά να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι σήμερα στη συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων η έννοια της ευδαιμονίας, του ύψιστου δηλαδή αγαθού, έχει χάσει την όποια σχέση της με την ψυχική ενέργεια που -κατάλληλα προσανατολισμένη-οδηγεί σ' αυτήν. Αντ' αυτού συνδέεται άμεσα με την ευτυχία που πηγάζει από την αφθονία υλικών, κυρίως, αγαθών.

Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

Από πού και γιατί - αγαθός

  Το επίθετο αγαθός-η-ο στο αρσενικό γένος, σήμερα στην καλύτερη περίπτωση, περιγράφει αυτόν που ενεργεί με καλές και αγνές προθέσεις, και δε συνυπολογίζει τις αρνητικές παραμέτρους είτε από αφέλεια είτε από συνειδητή επιλογή. Συνηθέστερα ίσως, ορίζει απλώς τον υπερβολικά εύπιστο, τον απονήρευτο, τον έχοντα νοητική υστέρηση, τον «αγαθιάρη». Αντιθέτως το ουδέτερο «αγαθό» ορίζει αρχικά καθετί που έχει αξία υλική, πνευματική, ηθική, κάθε αξία που κατέχει κορυφαία θέση στην ατομική ή κοινωνική ζωή. Στον πληθυντικό αγαθά είναι τα προϊόντα που ικανοποιούν υλικές ανθρώπινες ανάγκες, που προσφέρονται για κατανάλωση, τα πλούτη. Η ετυμολογία της λέξης είναι αβέβαιη με πιθανότερη από το άγαν + θέω

Η αρχαία ελληνική λέξη «ἀγαθὸν» συμπεριλαμβάνει ένα σύνολο εννοιών στο οποίο περιέχονται όλες διανοητικές, πνευματικές και ηθικές αρετές. Στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα το μέγιστον μάθημα, η ύψιστη γνώση είναι η θέαση του αγαθού.

 Στην αρχαιότητα «ἀγαθὸς» ήταν ο γενναίος, ο ευγενής, ο καλός, ο ενάρετος. Οι  σημασιολογικές αποχρώσεις του επιθέτου αυτού στα αρχαία ελληνικά φανερώνονται και στα τέσσερα διαφορετικά παραθετικά που είχε: αμείνων-άριστος, δηλ. ανδρείος, βελτίων-βέλτιστος, όταν σήμαινε επιδέξιος, κρείττων-κράτιστος, όταν σήμαινε ισχυρός και λώων-λώστος, όταν είχε την έννοια επιθυμητός. Το ό,τι το επίθετο «αγαθός», ωστόσο, έχει καταλήξει από εύσημη σε κακόσημη λέξη στα νέα ελληνικά, προδίδει την κατάρρευση των αξιών ενός ολόκληρου πολιτισμού που ταυτίζει τον αθώο με τον ανόητο κι επομένως τον πονηρό με τον εύστροφο.

Από πού και γιατί - Αλήτης

Έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές απ' αυτό το βήμα σε λέξεις που με τα χρόνια οι έννοιές τους αλλάζουν κατά τον ίδιο τρόπο που αλλάζουν στο παιχνίδι που παίζαμε μικροί το σπασμένο τηλέφωνο. Η λέξη αλήτης από το ρήμα αλάομαι αλώμαι περιφέρομαι - περιπλανώμαι, αρχικά περιέγραφε τον εξόριστο, τον εκτοπισμένο, αυτόν που περιπλανιέται μακριά από την πατρίδα του. Στην Οδύσσεια συναντάμε τη λέξη και με την έννοια του επαίτη.

Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ως αλήτης ορίζεται το περιθωριακό άτομο συνήθως χωρίς εργασία, που περιφέρεται στους δρόμους ή σε ύποπτους χώρους, για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του, αλλά και κάθε άτομο με κακή διαγωγή και απρεπή συμπεριφορά, ανεξάρτητα από την οικονομική ή κοινωνική του κατάσταση. Εκτός όμως από την κυρίαρχη αρνητική σημασία που έχει αποκτήσει η λέξη, ο αλήτης έχει αντιμετωπιστεί εντελώς διαφορετικά από τη λαϊκή κουλτούρα κυρίως μέσα από τραγούδια που τον απενοχοποιούν άλλοτε υμνώντας τον κι άλλοτε συμπονώντας τον. Ο αλήτης είναι μοναχικό ον. Ζει κοντά στην ελευθερία, γεμάτος

με όλα κι άδειος απ' όλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Αλήτης που μας τραγούδησε η Βίκυ Μοσχολιού σε μουσική Γιώργου Ζαμπέτα και στίχους Αλέκου Καγιάντα

...Όμως τι φταίει αν γεννήθηκε φτωχός

Τι φταίει αυτός αν της ζωής

Αν της ζωής είναι ρημάδι

Αλήτη δίχως αγάπη

Με δίχως μάνα και δίχως σπίτι

Αλήτη μεσ τη μανία του βοριά

Μικρό σπουργίτι

Αλήτη...    

Συνώνυμο του αλήτη ο αλιτήριος. Οι δυο λέξεις συνδέονται σημασιολογικά, αλλά όχι ετυμολογικά. . Ο αλιτήριος (το λι με γιώτα)  σήμαινε στα αρχαία ελληνικά «αμαρτωλός» (από το ρήμα αλιταίνω= αμαρτάνω, αδικώ). Εξ' ου και η ορθογραφική διαφορά ανάμεσα στις δύο λέξεις. Ομόηχες του αλήτη ο αλύτης το λυ με ύψιλον κι αλίτης το λι με γιώτα. Ο Αλύτης με υ Προέρχεται από το ρήμα αλύω που σημαίνει «είμαι εκτός εαυτού». Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη αλύτας σημαίνει ραβδοφόρος και προέρχεται από τη γοτθική λέξη walus που σημαίνει ράβδος. Αλύτης ήταν μέλος του σώματος ραβδοφόρων και μαστιγοφόρων με αστυνομικά καθήκοντα, εκτελεστικό όργανο των ελλανοδικών, που επέβλεπε και επέβαλε την τάξη κατά τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Επικεφαλής τους ήταν ο αλυτάρχης.

Ο αλίτης με ι  γνωστός και ως ορυκτό αλάτι είναι ορυκτό χλωριούχο νάτριο. Το όνομά του προέρχεται από την ομηρική λέξη "αλς" θάλασσα από την οποία λαμβάνεται.


Απογείωση 1976

 Στην εξέδρα του αποχαιρετισμού  το  μαντήλι που ανέμισες  ένα τόνο πιο σκούρο απ' τη θάλασσα δύο απ' τον ουρανό τρύπα σκοτεινή στα ...