Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2023

Από πού και γιατί - Άγαλμα

  Η λέξη άγαλμα,  σήμαινε αρχικά κάθε τι που προκαλεί ευχαρίστηση, αλλά στη συνέχεια κατέληξε να σημαίνει, εξαιτίας της συνήθειας που είχαν οι αρχαίοι να στήνουν ομοιώματα των θεών προς τιμήν τους, κάθε ομοίωμα από μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο ή πηλό που απεικόνιζε, είτε θεούς είτε ημίθεους. Η λέξη άγαλμα ετυμολογείται από το ρήμα αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι αισθάνομαι ήρεμη και βαθιά χαρά, ευφραίνομαι). Όταν κάποιος κοιτάζει, θωρεί ένα καλλίμορφο άγαλμα η ψυχή νιώθει ευχαρίστηση, αγάλλεται δηλαδή. Και η θέαση του παρατηρούμενου επιφέρει αγαλλ – ίαση. Δηλ, όταν κοιτάζουμε ένα ευειδές αισθητικά άγαλμα -αλλά και οτιδήποτε ωραίο τέρπει τα μάτια μας-, η ψυχή μας της οποίας η υγεία συνάδει με την του σώματος υγεία, χαίρεται (αισθάνεται αγαλλίαση, ιάται, γιατρεύεται)

  Η σημασία της λέξης στα ομηρικά έπη είναι «κόσμημα», «στολίδι τών βασιλέων» Η ετυμολογία από το αγάλλομαι .επισημαίνεται  από τον Ησύχιο: «ἄγαλμα πᾶν ἐφ’ ᾧ τις ἀγάλλεται». Στον Ηρόδοτο και στους Αττικούς συγγραφείς σημαίνει «ομοίωμα προσφερόμενο σε κάποιο θεό», ενώ ο Ισοκράτης κάνει διάκριση μεταξύ ομοιωμάτων ανθρώπων (εικόνων) και ομοιώματος του Δία (αγάλματος). Τελικά η σημασία της λ. γενικεύεται ήδη στον Πλάτωνα και είναι ευρύτερη από τη σημασία. της λ. ἀνδριάς.

Στα νέα ελληνικά με τη λέξη άγαλμα ορίζουμε κάθε τρισδιάστατο γλυπτό και κάθε είδους ομοίωμα σκαλισμένο  σε μάρμαρο, σίδερο ή άλλο υλικό. Μεταφορικά έμεινε άγαλμα αυτός που εξεπλάγη από κάτι που είδε ή άκουσε και δεν το περίμενε με τίποτα. Επίσης ωραίος σαν άγαλμα είναι ο ευειδής, ο εξαιρετικά όμορφος με συμμετρικές, αρμονικές διαστάσεις. Την ακινησία  και όχι την αγαλλίαση που προκαλεί,  προτίμησαν ως ιδιότητα οι Λατίνοι και το αγαλμα έγινε  statutae, από το ίστημι,κι έτσι ακίνητο υιοθετήθηκε από όλες τις λατινογενείς γλώσσες:  statue στα αγγλικά, γαλλικα, γερμανικά statua στα ιταλικά, estatua στα Ισπανικά και πορτογαλικά, statuie στα ρουμανικά.

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

Από πού και γιατί - Βολονταρισμός

  Η φράση «Όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις» από τον εξαιρετικά υπερτιμημένο και πολυδιαβασμένο  «Αλχημιστή» του επίσης υπερτιμημένου Βραζιλιάνου συγγραφέα Paulo Coelho, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια,  το σλόγκαν του παιδιάστικα αφελούς,  βολονταρισμού. Ο βολονταρισμός σύμφωνα με το λεξικό Larousse, είναι «η συμπεριφορά κάποιου, ή μιας ομάδας, που πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τα γεγονότα μόνο με την θέλησή του», ή ακόμα «Δόγμα που επιβεβαιώνει την ανωτερότητα της θέλησης πάνω από τη λογική.» Ο βολονταρισμός, βουλησιαρχία στα ελληνικά, λόγιο δάνειο από τη γαλλική λέξη volontarisme που προήλθε  από το λατινικό voluntas: βούληση - θέληση, έχει δύο πρόσημα Υποστηρικτής του μεταφυσικού βολονταρισμού ήταν ο Γερμανός φιλόσοφος του 19ου αιώνα Άρθουρ Σοπενχάουερ .  Κατά την άποψή του, η βούληση δεν είναι συλλογισμός, αλλά μια παράλογη, ασυνείδητη παρόρμηση σε σχέση με την οποία η νόηση αντιπροσωπεύει ένα δευτερεύον φαινόμενο. Η θέληση κατά τον Σοπενχάουερ είναι στην ουσία η δύναμη στον πυρήνα όλης της πραγματικότητας. Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος και ο Νίτσε ο οποίος στο έργο του "Η θέληση για εξουσία" (γερμανικά : der Wille zur Macht)  περιγράφει αυτό  πίστευε ότι ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη στους ανθρώπους. Ωστόσο, η έννοια δεν ορίστηκε ποτέ συστηματικά στο έργο του Νίτσε, αφήνοντας την ερμηνεία της ανοιχτή σε συζήτηση. Στις ανθρώπινες σχέσεις μπορούμε να πούμε ότι βολονταρισμός είναι η ανάγκη ενός ατόμου να επιβάλλει στους άλλους τις επιθυμίες του και ασκήσει κυριαρχία επάνω του.  Στην αρνητική του εκδοχή ο όρος  βολονταρισμός σήμερα έχει πάρει την έννοια της επιθυμιοκρατίας, δηλαδή της ανεδαφικής πίστης ότι η θέληση είναι ικανή να μεταβάλει την πραγματικότητα και  είναι συνώνυμος με τον "ευσεβή πόθο" το wishful thinking που παρά την ψυχοθεραπευτική (αλλά ανεδαφική) αισιοδοξία που ενδεχομένως παρέχει, οδηγεί τις περισσότερες φορές σε αλλεπάλληλες νομοτελειακές απογοητεύσεις. αποτελεί το αυτοάνοσο της κοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο, με την Ελλάδα στην κορυφή, σε μια ακόμα αρνητική πρωτιά. Η τυφλή πίστη ότι αρκεί η ισχυρή βούληση για την πραγματοποίηση της επιθυμίας αντί να ενισχύει τη δράση και την πρωτοβουλία, την αποκοιμίζει, οδηγεί στον εφησυχασμό και σε μια εν πολλοίς μοιρολατρική παθητικότητα που τελικά απομακρύνει από την επίτευξη του στόχου. η πραγμάτωση των επιθυμιών και η ικανοποίηση των φιλοδοξιών απαιτούν σχεδιασμό, κόπο, επιμονή, στρατηγική, τακτική, μελέτη των ισορροπιών, στάθμιση των εναλλακτικών, ενδεχομένως δε και τύχη. Η ισχύς της βούλησης, όσο σημαντική κι αν είναι δεν αρκεί από μόνη της.

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

Από πού και γιατί - ομιλείτε Ελληνικά

 Για τα Greeklish αυτό το τεχνητό γλωσσικό ιδίωμα, που επινοήθηκε τα τελευταία χρόνια, για να καλύψει  ανάγκες επικοινωνίας ανάμεσα στους Έλληνες χρήστες του διαδικτύου και της εν γένει τεχνολογίας (Facebook, SMS, emails κ.α) έχουν γραφτεί πολλά που επισημαίνουν τον κίνδυνο για τη γλώσσα μας που έχει προκύψει από αυτό το φαινόμενο της γλωσσικής αποικιοποίησης. Στο παρελθόν ήταν δύσκολη η αναγνώριση των ελληνικών χαρακτήρων από τους υπολογιστές, γιατί δεν παρείχαν ανάλογη υποστήριξη όλα τα υπολογιστικά συστήματα, ενώ τα ελληνικά δεν ήταν πάντοτε εγκατεστημένα μέσα στις εφαρμογές και τα προγράμματα χρήσης. Έτσι, οι χρήστες δεν είχαν πάντα τη δυνατότητα να γράφουν στα ελληνικά στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, καθιστώντας τα Greeklish μονόδρομο. Εμείς σήμερα δεν θα ασχοληθούμε με τα greeklish, αλλά με ένα άλλο φαινόμενο σχετικό που κι αυτό φανερώνει την τάση μας να συναινούμε σχεδόν αμαχητί στην καθιέρωση στο καθημερινό μας λεξιλόγιο όρων και λέξεων ξένων γλωσσών που τους προτιμούμε αντικαθιστώντας υπάρχοντες ελληνικούς. Ο χορηγός έγινε  σπόνσορ ή και σπόνσορας και δεν χορηγεί σπονσονάρει. Ήταν κουλ ο Τάκης  στο μίτινγκ, αλλά δεν ήταν ψύχραιμος στη συνάντηση.  ΅Ρισκάρουμε. μερικές φορές αλλά δεν διακινδυνεύουμε
σχεδόν ποτέ. Τσεκάρουμε αλλά δεν ελέγχουμε. Το τάιμινγκ ήταν καλό αλλά ο συγχρονισμός της πλάκας. Kοίτα να φτιάξεις το ίματζ σου κι άσε την εικόνα σου.. Η σταδιοδρομία σου σ' αυτήν την ομάδα δεν έχει προοπτική, ενώ η καριέρα σου σ' αυτό το τιμ είναι εξασφαλισμένη. Αυτά προς το παρόν bye και see you later aligator.

Από πού και γιατί - Αμετροέπεια

 Με την κληρονομημένη από τη αρχαία ελληνική λέξη αμετροέπεια που αμετάβλητη παρέμεινε στο λόγιο λεξιλόγιο μας χαρακτηρίζουμε, την πολυλογία, την αδιάκοπη φλυαρία  την έλλειψη μέτρου στα λόγια. Διακατεχόμενος από αμετροέπεια, αμετροεπής δεν είναι μόνον ο πολυλογάς, αλλά και ο λαϊκιστής και ο κόλακας. Η λέξη συντίθεται από το στερητικό άλφα και τις λέξεις μέτρον και έπος, δηλ λόγος. Παρακολουθώντας τηλεόραση ακούμε συχνότατα  αμετροεπείς δηλώσεις από δημόσια πρόσωπα που στην προσπάθειά τους να εντυπωσιάσουν, κομπορρημονούν  εκθειάζοντας τα υπαρκτά ή ακόμα και τα ανύπαρκτα προτερήματα, χαρίσματα ή κατορθώματά τους. Αντώνυμα της αμετροέπειας είναι αυτοσυγκράτηση, το μέτρο η λακωνικότητα. Οι Αρχαίοι με το «λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» δήλωναν πως το να μιλάει κάποιος σύντομα και περιεκτικά είναι φιλοσοφική στάση και άποψη ζωής.  Η λιτή και μεστή έκφραση διευκολύνει την επικοινωνία και γι’ αυτό βελτιώνει την ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Προσδίδει βαρύτητα στα λόγια, τα κάνει μεστά σε περιεχόμενο, προάγει, επομένως, τη σκέψη, καθιστώντας την επικοινωνία πιο σαφή, ουσιώδη και ειλικρινή. Αντίθετα, ο εκτεταμένος και φλύαρος λόγος πολλές φορές συγκαλύπτει την αλήθεια και δε βοηθά τους ανθρώπους να συναντηθούν, όπως στην περίπτωση των δημαγωγών και των λαοπλάνων. Για τον ίδιο λόγο χρησιμοποιούνται κυρίως εντυπωσιακά σχήματα λόγου και ρητορικές εκφράσεις. Τα πολλά λόγια κρύβουν παγίδες. Κι επειδή όπως λέει κι ο λαός τα πολλά λόγια είναι φτώχεια... Γεια σας και να είστε καλά

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Από πού και γιατί - όχλος

 Ως όχλο χαρακτηρίζουμε το ανοργάνωτο πλήθος ανθρώπων που δρα παρορμητικά και παρουσιάζει μια ασταθή, ανορθολογική στάση από την οποία απουσιάζει ο κοινωνικός αυτοέλεγχος. Αποτέλεσμα αυτών των χαρακτηριστικών είναι  αλόγιστες πράξεις βίας και παράνοιας που συνιστούν κυρίαρχο τρόπο έκφρασής του. Στον όχλο τα άτομα εξισώνονται προς τα κάτω με μια ακατανίκητη δύναμη που επιτείνεται από τον μεγάλο αριθμό, την ανωνυμία και την ανευθυνότητα. Συνώνυμο του όχλου είναι το στίφος, όρος που χρησιμοποιείται κυρίως για στρατό που συμπεριφέρεται βάρβαρα και τον συναντάμε συνήθως στον πληθυντικό, στίφη βαρβάρων πολιόρκησαν την πόλη, διαβάζουμε. Επίσης συνώνυμα του όχλου είναι το μπουλούκι το τσούρμο και το ασκέρι, άμεσα δάνεια από την τουρκική, ο συρφετός, η μάζα και το πόπολο από την σλανγκ.  «Όποια κυβέρνηση και να ανέβει την εξουσία, το πόπολο θα παραμείνει πάντα πόπολο, ευκολόπιστο, εύπλαστο ζυμάρι στις βουλές του κάθε λαοπλάνου ηγέτη που ξέρει πως να το κουμαντάρει» Αντίθετο του όχλος, ο δήμος, ο λαός με τη συνταγματική έννοια. Το ρήμα οχλώ συναντάται στον Όμηρο με την σημασία κινώ, διαταράσσω, κυλίω.

Ανάμεσα στα άλλα χαρακτηριστικά των όχλων πρέπει να αναφέρουμε ακόμα την απεριόριστη ευπιστία τους, την υπερβολική συναισθηματικότητά τους, την απρονοησία και την ανικανότητα να επηρεαστούν από έναν συλλογισμό. Η διαβεβαίωση, η μετάδοση, η επανάληψη και το γόητρο, αποτελούν τα μόνα μέσα για να πεισθεί ο όχλος. Η πραγματικότητα, τα λογικά επιχειρήματα και η πείρα δεν ασκούν καμμιά επίδραση στον όχλο. Οι πράξεις του όχλου δεν κατευθύνονται ούτε και ελέγχονται από τη λογική. Επηρεάζονται από τα αισθήματα που προκαλούν οι αναλαμπές της συγκυρίας. Ο όχλος μεταμορφώνει την προσωπικότητα όσων τον αποτελούν. Ο ήπιος και ο βίαιος, ο άξεστος και ο ευγενής, αποκτούν όμοια κριτήρια, ίδιες αντιδράσεις. Ο όχλος δεν σκέφτεται, αισθάνεται. Δεν προσχεδιάζει, κι αψηφά τις συνέπειες. Ο όχλος στερείται μέτρου. Καταρρίπτει κάθε φραγμό, ξεσπώντας επί δικαίων και αδίκων.
O Λε Μπον  στο περίφημο έργο του «η ψυχολογία των μαζών» αναφέρει πως «Καθοριστική για την μάζα είναι η ανάγκη για κάποιον ηγέτη, που δεν πείθει επιχειρηματολογώντας, αλλά με την υποβολή και τον υπνωτισμό, στη βάση των συλλογικών πεποιθήσεων και στην ικανότητά του να οδηγεί την μάζα σε
ανορθόλογη ταύτιση με ιδέες που υιοθετεί ως δικές της. Ο άνθρωπος της μάζας, άβουλος, παράλογος, ετεροκίνητος, χειραγωγούμενος και υποτακτικός, αισθάνεται ότι  έχει σκεφτεί ο ίδιος αυτές τις ιδέες τις οποίες τυφλά και άκριτα ενστερνίζεται».

Από πού και γιατί - κέρατο.

  Κέρατο από το αρχαιοελληνικό κέρας λέμε τη σκληρή έκφυση που μεγαλώνει στο κεφάλι ορισμένων θηλαστικών, αρσενικών ζώων, συνήθως σε ζευγάρι. Από την παμπάλαια  πελασγική ρίζα καρ ή κερ είναι , . προκύπτουν μύρια όσα:

κάρα, κρανίον, κράνος, κράτος, κραταιός, καρουμπαλο, κουρέας < κείρω <απο τον παρακ. κεκαρμαι , καρηκομμώ, κέρας, κερατάς, κερασφόρος, Κεράτιος κόλπος, καράτι κλπ.
Μεταφορικά κέρατο και κεράτωμα ονομάζουμε τη μοιχεία και γενικότερα την σεξουαλική απιστία σε ένα ζευγάρι.
Για το πώς προέκυψε η ταύτιση του κέρατου με τη μοιχεία υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Σύμφωνα με την ίσως πλέον διαδεδομένη υπεύθυνο είναι κράνος των αρχαίων πολεμιστών που έφερε κέρατα. Όταν ο πολεμιστής δηλαδή πήγαινε στον πόλεμο και φόραγε το κράνος τα κέρατα και η σύζυγος εμοιχεύετο με κάποιον ή κάποιους απόλεμους. Η σύνδεση του απατημένου συζύγου με το κέρατο είναι παλιά, Ὅστις ἔσω πυροὺς καταλαμβάνει οὐκ ἀγοράζων κείνου Ἀμαλθείας ἁ γυνά ἐστι κέρας, Όποιος ποτέ του στάρι δεν αγόρασε μα πάντα σπίτι του το βρίσκει, κέρατο της Αμάλθειας είναι η γυναίκα του αναφέρει ένα επίγραμμα του Καλλικτήρος του Μαγνησίου.
O  Μιχαήλ Ψελλός
o Βυζαντινός διανοούμενος, λόγιος, φιλόσοφος, ιστορικός, διπλωμάτης, πολιτικός και συγγραφέας στο σύγγραμμά του «Πόθεν το του κερατά όνομα» (περί ονόματος του κερατά) αναφέρει ότι το «κερατάς» προέρχεται:
Από τα κερασφόρα ζώα  που δεν έχουν μόνιμη ερωτική σύντροφο και είναι νωθρά και βλακώδη.
Όλα τα κερασφόρα ζώα είναι κουτά. Το ελάφι, το σαλιγκάρι και το βουβάλι θεωρούνται τα πιο ηλίθια ζώα.
Έτσι και ο ηλίθιος άντρας που δεν παίρνει είδηση ότι η γυναίκα του δεν κλείνει πόδι όλη νύχτα, θα έπρεπε να είναι , κατά Ψελλόν, «ζώον κερασοφόρον»!
Σύμφωνα με το Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν που συντάχθηκε τον 10ο με 11ο αιώνα, κέρας είναι η τρίχα επειδή φυτρώνει στο κεφάλι όπως και τα κέρατα.  «Η διαρκώς κειρoμένη» αυτή που συνεχώς κουρεύεται    ίσως να σχετίζεται με την διαρκώς διαπομπευόμενη: την μοιχαλίδα. Καθώς το κούρεμα ήταν μια από τις ποινές, ίσως η ελαφρύτερη, για τους διαπομπευόμενους μοιχούς.  
Στα Αγγλικά ο κερατάς λέγεται cuckold από τη λέξη cuckoo = κούκος, επειδή, το θηλυκό  πάει και γεννάει τα αυγά της  σε φωλιές άλλων πουλιών για να γλυτώσει την ανατροφή τους. Με τούτο τον τρόπο σατιρίζονται όσοι μεγαλώνουν παιδί άλλου χωρίς να το γνωρίζουν!     

Από πού και γιατί - πάστρα

 Με το λαϊκότροπο ουσιαστικό συνώνυμο  της καθαριότητας, την πάστρα, θα ασχοληθούμε σήμερα. Η λέξη προέρχεται  από το ρήμα “παστρεύω”, καθαρίζω, αφαιρώ τη βρομιά από κάτι, που προκύπτει από το μεσαιωνικό “σπαρτεύω”, δηλαδή “καθαρίζω σκουπίζω τους σπόρους από το φυτό σπάρτο”. Επίσης, “ξεπαστρεύω” σημαίνει “εξοντώνω, φονεύω, εξαφανίζω”.

 Μεταφορικά το επίθετο παστρικός περιγράφει αυτόν που είναι ηθικά άψογος, καθαρός, που δεν υποκρύπτει δόλο που του αρέσουν οι παστρικές δουλειές οι παστρικές κουβέντες. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το θηλυκό του επιθέτου, την παστρικιά που ειρωνικά ορίζει την ελαφρών ηθών γυναίκα. και κάθε άλλη με επιλήψιμη διαγωγή ή και εμφάνιση. Η λέξη παστρικιά άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, όπου η έφεση των γυναικών προσφύγων στην καθαριότητα προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους ιθαγενείς, οι οποίοι όπως φαίνεται ήταν τσακωμένοι με τα σαπούνια.  Μοναδική εξαίρεση ως τότε αποτελούσαν οι ντόπιες ιερόδουλες, που η φύση της εργασίας τους τις υποχρέωνε να πλένουν συχνά τα ρούχα τους, τα σκεπάσματά τους αλλά και τους εαυτούς τους. Έτσι, οι σοφοί ημών πρόγονοι ταύτισαν επαγωγικά την ιδιότητα της καθαρής με την ιδιότητα της πόρνης. Μέχρι το 1925, που έγιναν  τα πρώτα  έργα ύδρευσης στην Αθήνα, οι νοικοκυρές έφερναν το νερό από τις δημοτικές βρύσες με τις στάμνες, ή το αγόραζαν από τους νερουλάδες, οπότε η ατομική καθαριότητα δεν ήταν μια απλή υπόθεση ανοίγματος μιας βρύσης... Όσοι λοιπόν έκαναν μπάνιο κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, όταν έβλεπαν γυναίκες να πλένονται, τις κατακεραύνωναν από  τα βάθη της δυσώδους και συμπλεγματικής τιμιότητάς τους. Καλές λοιπόν οι παστρικές κουβέντες κι οι παστρικές δουλειές, όχι όμως οι παστρικές γυναίκες, 

γιατί η πατριαρχία αναπαράγει στερεότυπα, που μέχρι σήμερα μας αποπροσανατολίζουν και λερώνουν οξύμωρα ό, τι καθαρό. 

Τέλος ίσως γιατί με τον βαλέ μαζεύεις όλα τα χαρτιά και καθαρίζεις το τραπέζι, πάστρα λένε και την ξερή

Απογείωση 1976

 Στην εξέδρα του αποχαιρετισμού  το  μαντήλι που ανέμισες  ένα τόνο πιο σκούρο απ' τη θάλασσα δύο απ' τον ουρανό τρύπα σκοτεινή στα ...