Πραγματικά, δεν θυμάμαι εδώ και πολλά πολλά χρόνια να έχω νιώσει τόσο χαρούμενος, να προσδοκώ με τόση αγωνία κάτι, και ναι, να έχω φανατιστεί με ένα σκοπό τόσο πολύ.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Μακεδονία. Από οικογένειες Ελληνόφωνων και Προσφύγων. Το μενού ήταν στα Ελληνικά by default. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ, ο,τι δεν ήταν πάντα, δεν ήταν παντού έτσι. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ο,τι αν ξύσεις πίσω από την φκιασιδωμένη επιφάνεια μιας πατικωμένης με εθνική πούδρα εθνικής ομοιομορφίας θα βρεις έντονα τα σημάδια μιας τρομακτικής στην αρχή, αλλά τόσο γοητευτικής Ετερότητας. Γλώσσα, Τραγούδια, Εθνικό αίσθημα ακόμη -όχι σε όλους- που ήταν ταμπού. Χρειάστηκε να μεγαλώσω, να φύγω από τη γενέθλια πόλη για να αντιληφθώ οτι γύρω μου μεγάλωναν γενιές και γενιές ανθρώπων που δεν είχαν το δικαίωμα να μιλήσουν όπως οι παππούδες τους, να σκεφτούν όπως οι παππούδες τους, να τραγουδήσουν και να χορέψουν όπως οι παππούδες τους, κάτι που εγώ ποτέ μου δεν στερήθηκα. Ντόπιοι και παρακείμενοι σωβινισμοί, να μην ξέρεις πραγματικά ποιον να δείξεις ως τον χειρότερο, εκκλησίες που έχτιζαν εθνικά παραμύθια και μάζευαν οπαδούς της εκάστοτε Εθνικής Ιδεολογίας, ήρωες, σφαγείς, Κομιτατζήδες, Μακεδονομάχοι και στη μέση άνθρωποι που βρέθηκαν να λιώνουν κάτω από το βάρβαρο γουδοχέρι του εθνικισμού. «Τυχεροί», αν οι ραφτάδες των συνόρων τους έριξαν στη σωστή πλευρά, «Άτυχοι» αν η γλώσσα πρόδιδε την ετερότητά τους.
Μια προεθνοτική Μακεδονία που αντί να γίνει ένα απέραντο πανηγύρι ειρήνης και διαφορετικότητας έγινε ένα θέατρο καταπίεσης και υποχρεωτικής προσαρμογής στην Εθνική μονοχρωμία.
Μεγαλωμένος σε εποχές σχετικής ευμάρειας, με τα πάθη εξορισμένα στο τρίτο υπόγειο της ντόπιας συνείδησης άργησα να αντιληφθώ όλο αυτό που συνέβαινε μόλις έβγαινες από τα σύνορα της πόλης. Πολύ περισσότερο αυτό που γινόταν πιο μακριά, στη Δύση, προς τα σύνορα με Γιουγκοσλαβία και Αλβανία. Μια κατεβασμένη μπάρα πολύ κάτω από τα σύνορα με τη Βουλγαρία, μια επίσκεψη σε χωριό φιλικής οικογένειας για γιορτή στην εξοχή, για την οποία είχε απαιτηθεί ειδική άδεια «επειδή εκεί δεν πας έτσι απλά»,κάτι σκόρπιες κουβέντες για τον θυρωρό μας που ήταν «Βουλγαρόφωνος», τα μόνα χνάρια της ετερότητας που κατάφεραν να σπάσουν το φράγμα της σιωπής.
Και μετά, ήρθε το Νέο Μακεδονικό: Η Απειλή «μας κλέβουν το όνομα, αδέλφια», ο φόβος, η Εθνική Πανστρατιά, η Αριστερά που πάτησε την Μπανανόφλουδα και βρεθήκαμε όλοι μαζί να τραγουδάμε «Μακεδονία Ξακουστή».
Οι πρώτες κουβέντες με φίλους όταν το θέμα άρχισε να καταλιαγιάζει, η πρώτη αμφισβήτηση «και γιατί μας απειλούν;», «ντάξει μαλάκες είναι αλλά δεν βοηθάμε κι εμείς» και η χειμερία νάρκη. Τα χαμένα χρόνια που οι γείτονες βυθίστηκαν στην αρχαιοπρεπή τους πρέζα, και η Ακροδεξιά που κρυφά-κρυφά συνέχιζε να δηλητηριάζει τον κόσμο, να στήνει το μύθο της νέας απειλής.
«Μας παίρνουν τη Γη, μας αδέλφια, θέλουν να φτάσουν Θεσσαλονίκη αυτοί οι Γύφτοι.»
Κι ένα πρωί ξυπνήσαμε μεθυσμένοι, αλλά χρίς να υπάρχει πια απειλή. Τα πάθη είχαν καταλαγιάσει. Η Βουλγαρία δεν διεκδικούσε. Η πΓΔΜ ζητούσε να μην τους λέμε Σκόπια, την ώρα που οι Σκοπιανοί (από το Νέο Σκοπό με τους γαμιστερότερους κουραμπιέδες που μπορείς να φας στη Γη) δεν ήθελαν -λέει- να τους λένε πια Σκοπιανούς, αλλά Σκοπινούς για να μην τους μπερδεύουν με τα καθάρματα που επιβουλεύονται τη Μακεδονία μας.
Για πότε κρύφτηκαν οι Γκρουέφσκιδες, για πότε ο Κοτζιάς σάρωσε όλα τα αρχεία του ΥΠΕΞ, για πότε ο Τσίπρας αποφάσισε να λύσει το Γόρδιο Δεσμό και να στήσει μια πολύμήχανη Γεωπολιτική Φάμπρικα στα Βαλκάνια, για πότε βρήκε «αγοραστές» για το πρότζεκτ του σε Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον, ούτε που κατάλαβα.
Το μονο που κατάλαβα, ήταν οτι οι πλάκες τελείωσαν, καιρός για δουλειά σοβαρή και διάβασμα.
Το πρώτο βιβλίο, ένα σοκ. «Μα καλά, είναι δυνατόν, όλα αυτά δίπλα μας; Και να μη μας έχει πει ποτέ κανένας τίποτα;» Το δεύτερο, ακόμα μεγαλύτερο «Έτσι λοιπόν, έστησαν το αντικομμουνιστικό παραμύθι στην Ελλάδα. Αλλά κι αυτό το ΚΚΕ, τις έκανε τις μαλακίες του, ωστόσο...».
Και μετά το τρίτο...και ένα ακόμη. Και μετά Οι επίσημες διαπραγματεύσεις. Και μετά η φρίκη: Φίλοι, γνωστοί, αδέλφια σχεδόν, που ξαφνικά μέσα σε μια νύχτα έγιναν ΧΡΥΣΑΥΓΙΤΕΣ με πολιτικά, που άρχισαν να γράφουν Εθνικιστικές αρλούμπες, που ανακάλυψαν απειλές, προδοσίες, συμμάχησαν με ό,τι πιο σιχαμένο υπήρξε και υπάρχει, ότι πιο πολύ σιχαινόταν οι ίδιοι, μόνο και μόνο για «μην περάσει το ξεπούλημα.»
Τα συλλαλητήρια. Οι Ναζί που ντύθηκαν πατριώτες και ξεσπάθωσαν ξανά. Το κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας. Ο φόβος «Θα κολώσει ο Τσίπρας, δεν το σηκώνει η Βόρεια Ελλάδα αυτό.» Και οι ενδείξεις οτι πάει για ναυάγιο και για μια ακόμη περίοδο λήθης και κάτω απ'το χαλί.
Και μετά, η ελπίδα. Η παράκρουση στα σόσιαλ όσων έβλεπαν να έρχεται. Οι τελικές πιρουέτες, το μαρτύριο της σταγόνας, η ενεργή στήριξη Παυλόπουλου, η Επιτυχία, το τηλεφώνημα που έλυσε το Γόρδιο Δεσμό.
Η Νίκη.
Τα γαμωσταυρίδια του Εθνικού Κορμού για τη Φάμπρικα που κλείνει οριστικά.
Η ελπίδα πως το όραμα του Ρήγα μπορεί τελικά να μην χρειαστεί να περιμένει άλλα 200 χρόνια. Οι μπίζνες της Τουρκίας που χαλάνε, η Ευρώπη που βάζει πόδι κι εδώ, στα χαλασμένα από τις διαφορετικές γλώσσες, χωράφια της Μακεδονίας.
Μελετώντας ακροθιγώς στην ιστορικότητά του το Μακεδονικό αντιλαμβάνομαι οτι αυτό που γίνεται σήμερα, δεν είναι απλά μια εκκρεμότητα, μια διπλpωατική διένεξη που κλείνει με αμοιβαία επωφελή τρόπο. Μπορεί, αν όλα πάνε καλά, να είναι η ρήξη με ένα παρελθόν εκατέρωθεν διώξεων και άρνησης της ετερότητας. Μπορεί να είμαστε μπροστά στην εποχή που θα σημάνει το τέλος της αμφισβήτησης της διαφορετικότητας. Μπορεί να ζούμε την αρχή της πολύχρωμης Μακεδονίας, που εκατό και πλέον χρόνια μετά την απελευθέρωσή της από το ζυγό της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απελευθερώνεται και από τα σιχαμένα δεσμά του Καθυστερημένου Βαλκανικού Εθνικισμού, κάθε προέλευσης, και ελπίζει σε ένα μέλλον με Ανάπτυξη, Ευημερία, Προκοπή, και χωρίς άλλους Ανθρώπους χωμένους βίαια κάτω από τα χαλιά της Εθνικής Ομοιομορφίας που αδίστακτα έστρωναν όλα αυτά τα χρόνια τα Εθνικά Κέντρα πάνω στο ομορφότερο περιβόλι των Βαλκανίων.
*Ο Κωνσταντίνος Καρίκης είναι δημοσιογράφος στην ΕΡΤ
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Μακεδονία. Από οικογένειες Ελληνόφωνων και Προσφύγων. Το μενού ήταν στα Ελληνικά by default. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ, ο,τι δεν ήταν πάντα, δεν ήταν παντού έτσι. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ο,τι αν ξύσεις πίσω από την φκιασιδωμένη επιφάνεια μιας πατικωμένης με εθνική πούδρα εθνικής ομοιομορφίας θα βρεις έντονα τα σημάδια μιας τρομακτικής στην αρχή, αλλά τόσο γοητευτικής Ετερότητας. Γλώσσα, Τραγούδια, Εθνικό αίσθημα ακόμη -όχι σε όλους- που ήταν ταμπού. Χρειάστηκε να μεγαλώσω, να φύγω από τη γενέθλια πόλη για να αντιληφθώ οτι γύρω μου μεγάλωναν γενιές και γενιές ανθρώπων που δεν είχαν το δικαίωμα να μιλήσουν όπως οι παππούδες τους, να σκεφτούν όπως οι παππούδες τους, να τραγουδήσουν και να χορέψουν όπως οι παππούδες τους, κάτι που εγώ ποτέ μου δεν στερήθηκα. Ντόπιοι και παρακείμενοι σωβινισμοί, να μην ξέρεις πραγματικά ποιον να δείξεις ως τον χειρότερο, εκκλησίες που έχτιζαν εθνικά παραμύθια και μάζευαν οπαδούς της εκάστοτε Εθνικής Ιδεολογίας, ήρωες, σφαγείς, Κομιτατζήδες, Μακεδονομάχοι και στη μέση άνθρωποι που βρέθηκαν να λιώνουν κάτω από το βάρβαρο γουδοχέρι του εθνικισμού. «Τυχεροί», αν οι ραφτάδες των συνόρων τους έριξαν στη σωστή πλευρά, «Άτυχοι» αν η γλώσσα πρόδιδε την ετερότητά τους.
Μια προεθνοτική Μακεδονία που αντί να γίνει ένα απέραντο πανηγύρι ειρήνης και διαφορετικότητας έγινε ένα θέατρο καταπίεσης και υποχρεωτικής προσαρμογής στην Εθνική μονοχρωμία.
Μεγαλωμένος σε εποχές σχετικής ευμάρειας, με τα πάθη εξορισμένα στο τρίτο υπόγειο της ντόπιας συνείδησης άργησα να αντιληφθώ όλο αυτό που συνέβαινε μόλις έβγαινες από τα σύνορα της πόλης. Πολύ περισσότερο αυτό που γινόταν πιο μακριά, στη Δύση, προς τα σύνορα με Γιουγκοσλαβία και Αλβανία. Μια κατεβασμένη μπάρα πολύ κάτω από τα σύνορα με τη Βουλγαρία, μια επίσκεψη σε χωριό φιλικής οικογένειας για γιορτή στην εξοχή, για την οποία είχε απαιτηθεί ειδική άδεια «επειδή εκεί δεν πας έτσι απλά»,κάτι σκόρπιες κουβέντες για τον θυρωρό μας που ήταν «Βουλγαρόφωνος», τα μόνα χνάρια της ετερότητας που κατάφεραν να σπάσουν το φράγμα της σιωπής.
Και μετά, ήρθε το Νέο Μακεδονικό: Η Απειλή «μας κλέβουν το όνομα, αδέλφια», ο φόβος, η Εθνική Πανστρατιά, η Αριστερά που πάτησε την Μπανανόφλουδα και βρεθήκαμε όλοι μαζί να τραγουδάμε «Μακεδονία Ξακουστή».
Οι πρώτες κουβέντες με φίλους όταν το θέμα άρχισε να καταλιαγιάζει, η πρώτη αμφισβήτηση «και γιατί μας απειλούν;», «ντάξει μαλάκες είναι αλλά δεν βοηθάμε κι εμείς» και η χειμερία νάρκη. Τα χαμένα χρόνια που οι γείτονες βυθίστηκαν στην αρχαιοπρεπή τους πρέζα, και η Ακροδεξιά που κρυφά-κρυφά συνέχιζε να δηλητηριάζει τον κόσμο, να στήνει το μύθο της νέας απειλής.
«Μας παίρνουν τη Γη, μας αδέλφια, θέλουν να φτάσουν Θεσσαλονίκη αυτοί οι Γύφτοι.»
Κι ένα πρωί ξυπνήσαμε μεθυσμένοι, αλλά χρίς να υπάρχει πια απειλή. Τα πάθη είχαν καταλαγιάσει. Η Βουλγαρία δεν διεκδικούσε. Η πΓΔΜ ζητούσε να μην τους λέμε Σκόπια, την ώρα που οι Σκοπιανοί (από το Νέο Σκοπό με τους γαμιστερότερους κουραμπιέδες που μπορείς να φας στη Γη) δεν ήθελαν -λέει- να τους λένε πια Σκοπιανούς, αλλά Σκοπινούς για να μην τους μπερδεύουν με τα καθάρματα που επιβουλεύονται τη Μακεδονία μας.
Για πότε κρύφτηκαν οι Γκρουέφσκιδες, για πότε ο Κοτζιάς σάρωσε όλα τα αρχεία του ΥΠΕΞ, για πότε ο Τσίπρας αποφάσισε να λύσει το Γόρδιο Δεσμό και να στήσει μια πολύμήχανη Γεωπολιτική Φάμπρικα στα Βαλκάνια, για πότε βρήκε «αγοραστές» για το πρότζεκτ του σε Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον, ούτε που κατάλαβα.
Το μονο που κατάλαβα, ήταν οτι οι πλάκες τελείωσαν, καιρός για δουλειά σοβαρή και διάβασμα.
Το πρώτο βιβλίο, ένα σοκ. «Μα καλά, είναι δυνατόν, όλα αυτά δίπλα μας; Και να μη μας έχει πει ποτέ κανένας τίποτα;» Το δεύτερο, ακόμα μεγαλύτερο «Έτσι λοιπόν, έστησαν το αντικομμουνιστικό παραμύθι στην Ελλάδα. Αλλά κι αυτό το ΚΚΕ, τις έκανε τις μαλακίες του, ωστόσο...».
Και μετά το τρίτο...και ένα ακόμη. Και μετά Οι επίσημες διαπραγματεύσεις. Και μετά η φρίκη: Φίλοι, γνωστοί, αδέλφια σχεδόν, που ξαφνικά μέσα σε μια νύχτα έγιναν ΧΡΥΣΑΥΓΙΤΕΣ με πολιτικά, που άρχισαν να γράφουν Εθνικιστικές αρλούμπες, που ανακάλυψαν απειλές, προδοσίες, συμμάχησαν με ό,τι πιο σιχαμένο υπήρξε και υπάρχει, ότι πιο πολύ σιχαινόταν οι ίδιοι, μόνο και μόνο για «μην περάσει το ξεπούλημα.»
Τα συλλαλητήρια. Οι Ναζί που ντύθηκαν πατριώτες και ξεσπάθωσαν ξανά. Το κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας. Ο φόβος «Θα κολώσει ο Τσίπρας, δεν το σηκώνει η Βόρεια Ελλάδα αυτό.» Και οι ενδείξεις οτι πάει για ναυάγιο και για μια ακόμη περίοδο λήθης και κάτω απ'το χαλί.
Και μετά, η ελπίδα. Η παράκρουση στα σόσιαλ όσων έβλεπαν να έρχεται. Οι τελικές πιρουέτες, το μαρτύριο της σταγόνας, η ενεργή στήριξη Παυλόπουλου, η Επιτυχία, το τηλεφώνημα που έλυσε το Γόρδιο Δεσμό.
Η Νίκη.
Τα γαμωσταυρίδια του Εθνικού Κορμού για τη Φάμπρικα που κλείνει οριστικά.
Η ελπίδα πως το όραμα του Ρήγα μπορεί τελικά να μην χρειαστεί να περιμένει άλλα 200 χρόνια. Οι μπίζνες της Τουρκίας που χαλάνε, η Ευρώπη που βάζει πόδι κι εδώ, στα χαλασμένα από τις διαφορετικές γλώσσες, χωράφια της Μακεδονίας.
Μελετώντας ακροθιγώς στην ιστορικότητά του το Μακεδονικό αντιλαμβάνομαι οτι αυτό που γίνεται σήμερα, δεν είναι απλά μια εκκρεμότητα, μια διπλpωατική διένεξη που κλείνει με αμοιβαία επωφελή τρόπο. Μπορεί, αν όλα πάνε καλά, να είναι η ρήξη με ένα παρελθόν εκατέρωθεν διώξεων και άρνησης της ετερότητας. Μπορεί να είμαστε μπροστά στην εποχή που θα σημάνει το τέλος της αμφισβήτησης της διαφορετικότητας. Μπορεί να ζούμε την αρχή της πολύχρωμης Μακεδονίας, που εκατό και πλέον χρόνια μετά την απελευθέρωσή της από το ζυγό της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απελευθερώνεται και από τα σιχαμένα δεσμά του Καθυστερημένου Βαλκανικού Εθνικισμού, κάθε προέλευσης, και ελπίζει σε ένα μέλλον με Ανάπτυξη, Ευημερία, Προκοπή, και χωρίς άλλους Ανθρώπους χωμένους βίαια κάτω από τα χαλιά της Εθνικής Ομοιομορφίας που αδίστακτα έστρωναν όλα αυτά τα χρόνια τα Εθνικά Κέντρα πάνω στο ομορφότερο περιβόλι των Βαλκανίων.
*Ο Κωνσταντίνος Καρίκης είναι δημοσιογράφος στην ΕΡΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου