Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Από πού και γιατί* - Δικαιοσύνη

Η λέξη δικαιοσύνη προέρχεται από το επίθετο «δίκαιος» και αυτό από τη λέξη «δίκη». Η δικαιοσύνη είναι η τήρηση και η εφαρμογή των νόμων με αμερόληπτο τρόπο, όπως λέει το Λεξικό της Νέας Ελληνική Γλώσσας, είναι επίσης το νομικό σύστημα, η κοινή αντίληψη περί δικαίου και γενικότερα η απουσία αδικίας και ανισοτήτων, όπως για παράδειγμα η κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία, να σχολιάσω εγώ τώρα: είναι τόσο συχνή στις μέρες μας όσο οι νεράιδες και οι μονόκεροι.

Ο δίκαιος είναι αυτός που συμφωνεί με τους νόμους και τους κανόνες, ο αμερόληπτος, ενώ το Δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν αναγκαστικά τις σχέσεις των μελών μιας κοινωνίας, ορίζοντας τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται.

Η δίκη, απ’ όπου πήγασαν όλες αυτές οι βαρύγδουπες λέξεις, ως θεότητα ήταν η προσωποποίηση της δικαιοσύνης, κόρη γαρ του Δία και της Θέμιδας, αλλά ως έννοια σημαίνει την εκδίκαση υποθέσεως ενώπιον δικαστηρίου, αλλά και την τιμωρία: λέμε για τη Θεία Δίκη, τη νέμεση εκ Θεού των αδικοπραγούντων, αν και αυτή τη θεία προσωπικώς δεν την έχω συναντήσει... Ετυμολογικά η δίκη προέρχεται από το αρχαίο «δείκνυμι», που σημαίνει «δείχνω». Στον Όμηρο η δίκη αναφερόταν αποκλειστικά στην ανθρώπινη δικαιοσύνη, ενώ η συγγενική λέξη «Θέμις» αφορούσε τη θεία δικαιοσύνη.

Τώρα να πούμε πως ό,τι νόμιμο δεν είναι απαραιτήτως και δίκαιο, πόσο μάλλον ηθικό, καθώς η Δικαιοσύνη, και όχι μόνο στην Ελλάδα, έχει ένα ταξικό πρόσημο να, με το συμπάθιο. Ασφαλώς είναι τυφλή, αλλά μόνο προς το δίκιο των ασθενέστερων. Κι όπως έλεγε κι ο Όργουελ, όλα τα ζώα είναι ίσα, ενώπιον του νόμου, απλώς κάποια είναι πιο ίσα από τ’ άλλα.

 Οι Έλληνες είναι(;) ίσοι ενώπιον του νόμου: Σύνταγμα άρθρο 4

Το ίδιο το Σύνταγμα της Ελλάδος αντίκειται και αντιφάσκει προς εαυτό, εφ’ όσον με το άρθρο 86  “Περί (μη!) ευθύνης υπουργών” όρισε στην παράγραφο 1. ότι: Μόνον η Βουλή(!) έχει αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.   Κατά συνέπεια, το άρθρο αυτό έρχεται σε ολομέτωπη κόντρα με το θεμελιώδες άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος που ορίζει ότι: Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 


Αθώος και ένοχος

Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της δικαιικής επιστήμης και της εφαρμογής της στη νομολογία πολλών χωρών, ίσως των περισσοτέρων, είναι να θεωρείται ο κατηγορούμενος αθώος μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του – και όχι το ανάποδο. Ο αρχαίος όρος «αθώος» παράγεται από το στερητικό άλφα και τη λέξη «θωή», που σημαίνει «ποινή»

Συνεπώς ετυμολογικά, όπως λέει το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, ο αθώος είναι ο «μη άξιος ποινής», αυτός δηλαδή που αποδεικνύεται και κρίνεται στο δικαστήριο ότι δεν διέπραξε αδίκημα που επιφέρει ποινή. Σήμερα «αθώος» είναι αυτός που απαλλάχθηκε με δικαστική απόφαση από διατυπωθείσα κατηγορία και γενικότερα αυτός που δεν φταίει, που δεν έχει ευθύνη, που δεν πιάστηκε στα πράσα ας πούμε. Επίσης αθώος είναι αυτός που δεν έχει εξοικειωθεί ακόμα με τα ζητήματα του σεξ ή που δεν έχει ερωτικό περιεχόμενο – αυτός ο αθώος είναι το αντίθετο του πονηρού. Επίσης «αθώο» λέμε και τον άβγαλτο, τον απονήρευτο, αυτόν που δεν έχει κοινωνική εμπειρία, που δεν ξέρει την πιάτσα.

 Κάποιοι πιστεύουν, και μάλλον συμφωνώ μαζί τους, πως είναι προτιμότερο να κυκλοφορούν ατιμώρητοι δέκα ένοχοι, παρά να καταδικαστεί άδικα ένας αθώος. Αυτή την παραδοχή, αυτό το περί δικαίου αίσθημα, εκμεταλλεύονται κάτι ένοχοι σαν το Διάβολο, ώστε να τη γλιτώσουν από τη δικαιοσύνη,
σφυρίζοντας όχι αδιάφορα, αλλά κλέφτικα. Και το καταφέρνουν αυτό αυτοί οι υπεράνω του νόμου άνθρωποι με τη βοήθεια ολόκληρων συνταγμάτων από χρυσοπληρωμένους δικηγόρους. Υπαινίσσομαι ευθέως πως σε αρκετές περιπτώσεις η απονομή δικαιοσύνης είναι α λα καρτ – εξαρτάται από το πόσο πλούσιος είναι ο ένοχος και το πόσο φτωχός ο αθώος.

Και μια που μιλάμε για ενόχους, να πούμε πως το ρήμα «ενέχω» σημαίνει, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, «φέρω ή κρύβω κάτι μέσα μου» – το «περιέχω» είναι συνώνυμο. Ας πούμε, ο λόγος του βουλευτή ενείχε αιχμές κατά του υπουργού. Το μεσοπαθητικό όμως «ενέχομαι» σημαίνει «έχω ανάμειξη σε επιλήψιμη ή/και κολάσιμη πράξη» – δηλαδή «εμπλέκομαι» σε κάτι. Απ' αυτό το ρήμα, το «ενέχω», προέρχεται και το επίθετο «ένοχος».

Ένοχος λοιπόν είναι αυτός που ευθύνεται για αξιόμεμπτη πράξη ή κατάσταση, όπως, ας πούμε, ο επίορκος δημόσιος λειτουργός που αερίζει τις μίζες του σε εξωχώριους παραδείσους. Ένοχος είναι επίσης αυτός που φανερώνει ή δείχνει την ενοχή του για κάτι, όπως ο σκύλος σας, για παράδειγμα, που σας κοιτάζει με κατεβασμένα αυτιά πάνω από μια μασημένη παντόφλα και εν τέλει ένοχος είναι αυτός που παραβιάζει τον γραπτό ή άγραφο νόμο, σαν τον γιατρό που κάνει διακοπές για δύο βδομάδες στη Χαβάη, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, επειδή συνταγογράφησε τα σωστά φάρμακα.

Βέβαια άλλο πράγμα είναι να είσαι παιδιόθεν κατσικοκλέφτης κι άλλο να σε τσακώσουνε με τη γίδα στην πλάτη. Θέλω να πω πως η ενοχή τού οποιουδήποτε πρέπει να αποδεικνύεται σε νόμιμη δίκη, κάτι που σε αρκετές περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο, για να μην πούμε σχεδόν αδύνατο, όταν, λέω εγώ τώρα, τα βρόμικα χέρια του αδικοπραγούντος είναι γεμάτα λεφτά, κάτι που, όλως παραδόξως, εμποδίζει την απονομή της δικαιοσύνης.

Να πω, καταλήγοντας, πως η ομολογία της ενοχής γενικώς ελαφρύνει τη θέση του ενόχου. Βέβαια κάποιες ομολογίες είναι εντελώς πέτσινες, πώς το λένε, μουσαντέ. Εννοώ πως εάν σε έχουν κάτω και σε βασανίζουν, στο τέλος ομολογείς τα πάντα, από τη δολοφονία του Κένεντι μέχρι τον χαμό της Ατλαντίδας. Αλώστε όλοι είμαστε λίγο ένοχοι για κάτι ή για πολλά, κι ακόμα κι αν δεν είμαστε, υπάρχουν οι μεγάλες θρησκείες που αυτή είναι η δουλειά τους: να μας κάνουν να νιώθουμε ένοχοι, ώστε να αγοράζουμε πανάκριβα τη συγχώρεση που μοσχοπουλάνε.

* Καθημερινά στο ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  https://www.ertecho.gr/radio/proto/ (Δευτέρα - Παρασκευή)στις 7:56 και στις 18:56 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΟΠΗΚΕ ΤΟ ΡΕΥΜΑ

 Έπρεπε να κοπεί το ρεύμα για να πιάσω το μολύβι.                                Ο κόσμος -τι λέξη!- καταρρέει.                             ...