Μία από τις πολλές λέξεις που προστέθηκαν σχετικά πρόσφατα στο καθημερινό μας λεξιλόγιο για να περιγράψουν τα ήθη που επικράτησαν ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, είναι η λέξη λαμόγιο. Προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόγιε – μτφ.: η σύζυγος). Τα Λαμόγια ήταν οι βοηθοί, οι αβανταδόροι, των παπατζήδων. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρέως στα ευθυμογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου για τους τους αβανταδόρους, τους συνεργάτες των παπατζήδων, που με το δήθεν επιτυχημένο ποντάρισμά τους στο παιχνίδι προσέλκυαν τους αφελείς, για να τους ξαλαφρώσει ο παπατζής από τα λεφτουδάκια τους. Κι όταν το ξαλάφρωμα είχε φτάσει σε επιθυμητά για τη συμμορία επίπεδα ο τσιλιαδόρος της παρέας δήθεν έντρομος φώναζε: Αστυνομία! Αστυνομία! Αμέσως ο παπατζής τύλιγε το ύφασμα με τα τρία τραπουλόχαρτα και τα λεφτά και την έκανε λαμόγιο, δηλαδή εξαφανιζόταν τρέχοντας. δηλαδή την έκανε λαμόγιο
Η ιστορία της λέξης ξεκινάει από παρόμοια περιστατικά στα τραπέζια του τζόγου στην Ιταλία. Τη στιγμή που κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε, δήθεν φοβισμένος «la moglie, la moglie», (λαμόγιε…), ότι, δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, βούταγε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (την έκανε λαμόγιο, δηλαδή την κοπάνησε). Αυτή η σατιρική έκφραση έφτασε στην Ελλάδα, ενώ ξεχάστηκε στην Ιταλία, και τη χρησιμοποιούμε για να προσδιορίζουμε τον ασυνεπή τον μικροαπατεώνα και προσφάτως πολλά από τα δημόσια πρόσωπα που με τη συμπεριφορά τους έλκουν τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη η λέξη βγαίνει από τη λέξη μόγια που χρησιμοποιείται στη λατινική Αμερική και σημαίνει απατεωνιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου