Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Αψίκορος

  "Αψίκορο" αποκαλούμε λογίως τον ευέξαπτο, τον οξύθυμο, αυτόν που "ανάβει και φορτώνει ασκαρδαμυκτί*.  Η λέξη "αψίκορος" ετυμολογείται από το άπτω και δεύτερο συνθετικό το κόρος. Η λέξη στην αρχαιότητα αναφερόταν  σ' αυτόν που χορταίνει γρήγορα,
αλλά και σ' αυτόν που αλλάζει γρήγορα ορέξεις και επιθυμίες.

Το ρήμα άπτω (=δένω, ανάβω, συνδέω, προσαρμόζω) είναι αβέβαιης ετυμολογίας με πιθανότερη προέλευση από την πρωτοινδοευρωπαϊκή ρίζα ap=αγγίζω. Το συναντάμε ως δεύτερο συνθετικό στα ρήματα: εξάπτω-εξάπτομαι, προσάπτω, συνάπτω, περιάπτω. Απτός είναι ο χειροπιαστός, αυτός που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, κυριολεκτικά με την ομόρριζη αφή.

Το λήμμα κόρος συνδέεται με τον κορεσμό.  Ο κορεσμός δηλώνει την κατάσταση φυσικού ή χημικού συστήματος κατά την οποία ένα ορισμένο μέγεθος έχει αποκτήσει τη μέγιστη δυνατή τιμή.  Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει την αίσθηση που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση των ενστίκτων. Επίσης, μπορεί να σημαίνει βαρεμάρα ή την κούραση που προκύπτει από υπερβολική ποσότητα κάποιας δραστηριότητας. Σε υπερβολική ποσότητα, λέμε "κατά κόρον" (ad nauseam). Έτσι, αν έφαγες ή ήπιες κάτι κατά κόρον, σημαίνει πως το έκανες σε υπερβολικό βαθμό. 

  *ασκαρδαμυκτί= πολύ γρήγορα. Κυριολεκτικά= χωρίς να ανοιγολείσουν τα βλέφαρα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κολωνάκι - Κατσικάδικα - Σκομπία

  Οι επεκτάσεις των υφιστάμενων αστικών κέντρων για την κάλυψη των αυξημένων οικιστικών αναγκών που έχουν προκύψει από την αστυφιλία, αποτελ...