Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, προλετάριος είναι ο μισθωτός εργάτης, που δεν έχει δικά του μέσα παραγωγής και που το εισόδημά του προέρχεται αποκλειστικά από την πώληση της εργατικής του δύναμης. Ετυμολογικά η λέξη είναι άμεσο δάνειο από την ιταλική proletario < λατινική proletarius όπου proles = απόγονος
Ο όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε με υποτιμητική έννοια, μέχρι που ο Κάρολος Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς τον χρησιμοποίησαν ως έναν κοινωνιολογικό όρο για να αναφερθούν στην εργατική τάξη. Στην αρχαία Ρώμη ο προλετάριος, ανήκε στην κατώτερη οικονομική τάξη, δεν φορολογείτο, διότι δεν είχε εισοδήματα, και υπηρετούσε την πατρίδα μέσω των απογόνων του, τους οποίους προσέφερε ως στρατιώτες.
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ο όρος αυτός δεν υφίσταται ως χαρακτηρισμός κοινωνικής τάξης και έτσι με τον χρόνο στον Μεσαίωνα ο όρος προλετάριος χρησιμοποιούταν χαλαρά και γενικά με περιφρόνηση. Με τον γενικό αυτό χαρακτήρα έφθασε μέχρι τον 19ο αιώνα με νόημα όμως που ποίκιλλε ανάλογα με το πώς έκρινε ή θεωρούσε καθένας τον κοινωνικά "χαμηλότερο". Κριτήρια που λαμβάνονταν υπόψη την εποχή εκείνη ήταν διάφορα, όπως: βαθμοί ένδειας, εξαθλίωσης, οκνηρίας, βαριάς χειρωνακτικής εργασίας, αμάθειας, εγκληματικότητας κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου