Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

Από πού και γιατί - Κόκκυγας - Κούκος

 Ο κόκκυγας είναι το ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου, που θεωρείται υπόλειμμα της ουράς των θηλαστικών ζώων. Ὁ κόκκυξ (τοῦ κόκκυγος) στα ἀρχαῖα ελληνικά όταν ὁ κούκος, ἀπὸ ηχομίμηση της φωνής του πτηνού "κοκκῦ" κατά τὴν αρχαία ελληνική, στην οποία απαντάται  το ρήμα "κοκκύζω":Κλαίω σαν κούκος, δίνω σήμα με τέτοια κραυγή, και  ο"κοκκυσμὸς" για τη βραχνή  φωνή. Εκ του κόκκυγος ετυμολογείται και η παιδική λοιμώδης νόσος κοκκύτης γνωστός και ως βήχας 100 - ημερών,    Ὁ ιατρὸς Γαληνός ονόμασε την απόληξη της σπονδυλικής στήλης  κόκκυγα, λόγω της ομοιότητας τοῦ ράμφους του κούκου με την γαμψή κλίση του σημείου αυτού. Παρόλο που, η λέξη κούκος έχει καθιερωθεί στην ελληνική να γράφεται μ ένα κάππα, η ορθότερη  εκδοχή της είναι με δύο, διότι το κούκος προήλθε από το αρχαίο κόκκυξ που γράφεται με δύο κάππα. Βέβαια καθώς η γλώσσα εξελίσσεται,

απλοποιείται σε βαθμό που αρκετές φορές μας ξενίζει, όπως στην περίπτωση του κοκκύτη που στο λεξικό Μπαμπινιώτη τη βλέπουμε γραμμένη με ένα κάππα και γιώτα.   

Ο κούκος εκτός από χαρακτηριστική φωνή έχει τη συνήθεια να μη φτιάχνει δική του φωλιά αλλά να γεννάει τα αυγά του σε ξένες φωλιές πετώντας μάλιστα κάτω ισάριθμα αυγά του πουλιού που εκείνη τη στιγμή απουσιάζει  -αυτό λέγεται αναπαραγωγικός παρασιτισμός.

Είτε εξαιτίας αυτής της συνήθειάς του είτε επειδή δεν πετάει σε σμήνος, ο κούκος έχει θεωρηθεί το σύμβολο της μοναχικότητας. Για έναν άνθρωπο που είναι μόνος και έρημος, λέμε απόμεινε κούκος ή μονάχος σαν τον κούκο. Υποθετικά και το παιχνίδι της πόκας «κούκος μονός» λέγεται έτσι επειδή το αρχικό φύλλο μπαίνει στη μέση πάνω στο τραπέζι μόνο του, σαν τον κούκο. Επίσης  για να τονιστεί σαρκαστικά η περιορισμένη προέλευση σε μια εκδήλωση: «Ήταν όλοι όλοι τρεις κι ο κούκκος» λέμε. Αυτή η συγκεκριμένη έκφραση υπάρχει  στον Αριστοφάνη: «Κόκκυγες τρεις» αλλά και στον Ησύχιο: «Κόκκυγες επί υπονοηθέντων πλειόνων είναι, και ολίγων όντων». Στο σύγχρονο παροιμιακό μας λεξιλόγιο ο κούκος αντικατέστησε το χελιδόνι του Αισώπου και το «μία χελιδών έαρ ου ποιεί» μετατράπηκε στο «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη». που μάλλον είναι πιο εύστοχο καθώς ο κούκος σε αντίθεση με  άλλα αποδημητικά. ταξιδεύει μόνος του. Τέλος «κόστισε ο κούκος αηδόνι» λέμε όταν έχουμε πληρώσει για κάτι πολύ περισσότερα απ’ ό,τι κανονικά αξίζει.

Το νεοελληνικό κράτος μετά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 ξόδεψε χρήματα και για την αγορά ατμοκίνητου καραβιού, μετά από πρόταση του Βρετανού αξιωματικού του ναυτικού Τόμας Αλεξάντερ Κόχραν.

Λέγεται ότι όταν το καράβι έφτασε στην Ελλάδα, πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε να το δει. Ανάμεσα στο πλήθος ήταν ο ποιητής και τροβαδούρος της εποχής, Σπυριδώνης, ο οποίος παρατηρώντας το καράβι, γύρισε και είπε στον Γεννάδιο που στεκόταν δίπλα του: «Λογιότατέ μοι, τούτο το ατιμοκίνητο, μας εκόστισε αηδόνι
και εβγήκεν κούκος!».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απογείωση 1976

 Στην εξέδρα του αποχαιρετισμού  το  μαντήλι που ανέμισες  ένα τόνο πιο σκούρο απ' τη θάλασσα δύο απ' τον ουρανό τρύπα σκοτεινή στα ...